Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
η (Α ὀδοντογλυφίς)επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφώννεοελλ.μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, -ίδος (πρβλ. ωτογλυφίς)].