πυραμιδοειδής

Revision as of 14:16, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πυραμιδοειδές, = πυραμιδικός (pyramidal), Epicur. Nat. 14.5.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας.
επίρρ...
πυραμιδοειδώς Ν
σαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής].