ἐφεδρήσσω

Revision as of 11:38, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

poet. for ἐφεδράζω,
A sit upon, ἕδρης Coluth.256; ἅρμασι Nonn. D.20.36.
2 sit by, τινι AP7.161 (Antip. Sid.): abs., Coluth. 69:—also ἐφεδριάω, Id.15.

German (Pape)

[Seite 1113] p. = ἐφεδράζω, darauf sitzen, Nonn. D. 11, 148 u. öfter; Coluth. 68. 256. Vgl. auch ἐφεδράω.

French (Bailly abrégé)

1 être assis ou posé sur, s'asseoir ou se poser sur, gén. ou dat.;
2 s'asseoir ou se poser auprès de, τινι.
Étymologie: ἐφέδρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐφεδρήσσω: (только praes.) садиться, присаживаться (τινὶ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεδρήσσω: ποιητ. ἀντὶ ἐφεδράζω, ἐπικάθημαι, ἕδρης Κόλουθ. 252· ἅρμασι Νόνν. Δ. 20. 36. 2) παρακάθημαι, τινι Ἀνθ. Π. 7. 161, Κόλουθ. 68. - Ἀντίγραφά τινα ἔχουσιν ἐφεδρήσω, ὅπερ ἐλαμβάνετο ὡς ἀόρ. ἐνεστῶτός τινος ἐφεδράω.

Greek Monolingual

ἐφεδρήσσω (ΑΜ) εφέδρα
(ποιητ. τ. του ἐφεδράζω) μσν. ηρεμώ πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάθομαι πάνω σε κάτι («ἅρμασι μιμηλοῖσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», Νόνν.)
2. κάθομαι κοντά σε κάτι, παρακάθημαι.

Greek Monotonic

ἐφεδρήσσω: ποιητ. αντί προηγ., επικάθομαι, στηρίζομαι επάνω, τινί, σε Ανθ.

Middle Liddell

poet. for ἐφεδρεύω to sit by, τινί Anth.