ἀμφιστρατάομαι

Revision as of 11:41, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Dep., beleaguer, besiege, Ep. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713.

Spanish (DGE)

(ἀμφιστρᾰτάομαι) sitiar (πόλιν) ἀμφεστρατόωντο Il.11.713.

German (Pape)

[Seite 144] umlagern, πόλιν Il. 11, 713.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. 3ᵉ pl. épq. ἀμφεστρατόωντο;
entourer de troupes, assiéger.
Étymologie: ἀμφί, στρατός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιστρᾰτάομαι: вести осаду, осаждать (πόλιν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστρᾰτάομαι: ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713.

English (Autenrieth)

besiege, only ipf., ἀμφεστρατόωντο, Il. 11.713†.

Greek Monotonic

ἀμφιστρᾰτάομαι: αποθ., περικυκλώνω με στρατό, πολιορκώ, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

Dep. to beleaguer, besiege, epic pl. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.