Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
περικυκλῶ, -όω, ΝΜΑ
περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς
νεοελλ.
στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ
μσν.
περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω
αρχ.
1. περιέρχομαι
2. μέσ. περικυκλοῦμαι -όομαι
πολιορκούμαι από παντού.