μακαρίτιδοςadj. f. de μακαρίτης.
μᾰκᾰρῖτις: ῐδος adj. f покойная (ἡ μ. μου γυνή Luc.).
ιδος, ἡ, fem. zu μακαρίτης; Theocr. 2.70; γυνή, Luc. Philops. 27.