βόσμορον

Revision as of 13:51, 5 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, an Indian millet, ragi, Eleusine coracana, Str.15.1.13 and 18:—also βόσμορος, ὁ, Peripl. M. Rubr.14,41.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): βόσπορος, ὁ D.S.2.36
bot., especie de mijo indio, Eleusine coracana Onesicritus 15, D.S.l.c., Str.15.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

βόσμορον: τό, εἶδος Ἰνδικοῦ σιτηροῦ, Στράβ. 690· ὡσαύτως βόσμορος, ὁ, ὁ αὐτ. 690.

Greek Monolingual

βόσμορον, το και βόσμορος, ο (Α)
είδος ινδικού σιτηρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].

German (Pape)

τό, eine Getreideart, Strab. XIII.690, 692. Bei DS. 2.36 βόσπορον.