δικογράφος
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (γράφω) composer of forensic speeches, Hyp.Fr.234, D.L.6.15.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ autor de discursos forenses de defensa para otros, abogado Hyp.Fr.234, D.L.6.15.
German (Pape)
[Seite 629] wer Prozessschriften, Reden für Andere schreibt, Poll. 8, 24; D. L. 6, 15.
Russian (Dvoretsky)
δῐκογράφος: ὁ составитель судебных речей Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκογράφος: ὁ, (γράφω) ὁ συνθέτων, γράφων λόγους δικανικούς, Ὑπερείδ. (Πολυδ. Η΄, 24), Διογ. Λ. 6. 15.
Greek Monolingual
δικογράφος, ο (Α)
αυτός που συντάσσει δικανικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -γράφος].