δικογράφος

Revision as of 11:10, 10 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (γράφω) composer of forensic speeches, Hyp.Fr.234, D.L.6.15.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ autor de discursos forenses de defensa para otros, abogado Hyp.Fr.234, D.L.6.15.

German (Pape)

[Seite 629] wer Prozessschriften, Reden für Andere schreibt, Poll. 8, 24; D. L. 6, 15.

Russian (Dvoretsky)

δῐκογράφος:составитель судебных речей Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκογράφος: ὁ, (γράφω) ὁ συνθέτων, γράφων λόγους δικανικούς, Ὑπερείδ. (Πολυδ. Η΄, 24), Διογ. Λ. 6. 15.

Greek Monolingual

δικογράφος, ο (Α)
αυτός που συντάσσει δικανικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -γράφος].