καταπενθέω

Revision as of 18:30, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

bewail, AP7.618, LXX Ex.33.4.

German (Pape)

[Seite 1369] betrauern, beklagen, Ep. ad. 510 (VII, 618); LXX.

French (Bailly abrégé)

καταπενθῶ :
pleurer sur, déplorer, acc..
Étymologie: κατά, πενθέω.

Russian (Dvoretsky)

καταπενθέω: оплакивать (ἄνδρα σοφὸν ἀποφθίμενον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καταπενθέω: λίαν πενθῶ, εἶμαι βυθισμένος εἰς τὸ πένθος, θρηνῶ διά τινα, ἄνδρα ἀποφθίμενον κ. πάτρα Ἀνθ. Π. 7. 618, Ἑβδ. (Ἔξοδ. 33, 4).

Greek Monotonic

καταπενθέω: μέλ. -ήσω, θρηνώ, μοιρολογώ, κλαίω, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to mourn for, bewail, Anth.