καταστοναχέω

Revision as of 18:35, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

bewail, c. acc., AP7.574 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

καταστοναχῶ :
déplorer.
Étymologie: κατά, στοναχέω.

German (Pape)

beseufzen, beklagen, οἰκτρὰ δ' ὑπὲρ τύμβοιο κατεστονάχησαν ἑταῖροι κείμενον Agath. 83 (VII.574).

Russian (Dvoretsky)

καταστονᾰχέω: провожать со стонами, оплакивать (κείμενον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καταστονᾰχέω: μετὰ στεναγμῶν θρηνῶ, μετ’ αἰτιατ., οἰκτρὰ κατεστονάχησαν ἑταῖροι κείμενον Ἀνθ. Π. 7. 574.

Greek Monotonic

καταστονᾰχέω: μέλ. -ήσω, θρηνώ με στεναγμούς, σε Ανθ.

Middle Liddell

fut. ήσω, to bewail, Anth.