ἀνδριαντοποιέω

Revision as of 18:44, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

English (LSJ)

make statues, X.Mem.3.1.2.

Spanish (DGE)

esculpir ἂν ... ζημιοῖτο πολὺ μᾶλλον ἢ εἴ τις ἀνδριάντας ἐργολαβοίη μὴ μεμαθηκῶς ἀνδριαντοποιεῖν sería castigado mucho más que el que se dedicara a hacer estatuas sin saber esculpir X.Mem.3.1.2.

German (Pape)

[Seite 217] Bildsäulen machen, Xen., Mem. 3, 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ἀνδριαντοποιῶ :
faire des statues.
Étymologie: ἀνδριαντοποιός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδριαντοποιέω: ваять статуи Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδριαντοποιέω: ποιῶ ἀνδριάντας, Ξεν. Ἀπομ. 3. 1, 2.

Greek Monotonic

ἀνδριαντοποιέω: μέλ. -ήσω, φτιάχνω ανδριάντες, σε Ξεν.

Middle Liddell

[from ἀνδριαντοποιός
to make statues, Xen.