ατος, τό, (διάζομαι)
A warp, διάσματα, φάρεος ἀρχήν Call.Fr. 244, cf. LXX Jd.16.13, Ostr.1155, Nonn.D.6.151.
[Seite 602] τό (s. διάζομαι), der Aufzug des Gewebes, Callim. frg. 244; Nonn. D. 6, 152; VLL. ἡ πρώτη τοῦ ἱματίου ἐργασία.