πρῶτα
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. πρῶτος.
Greek Monolingual
Ν
επίρρ. βλ. πρώτος.
Russian (Dvoretsky)
πρῶτα:
I τά [pl. к πρῶτον
1 начало (τὰ π. τῆς Ἰλιάδος Plat.);
2 (sc. ἆθλα) первая награда oph.: τὰ π. λαμβάνειν Hom. взять первую награду (в состязаниях).
II (τά) adv. = πρῶτον.
English (Woodhouse)
(see also: πρότερος) for the first time, in the first place