ἀρρίγητος

Revision as of 21:35, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

English (LSJ)

ἀρρίγητον, not shivering, daring, AP6.219 (Antip.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
que no tiembla, impávido τὸν δὲ μέτ' ἀ. ἐπείσθορε ταυροφόνος θήρ AP 6.219.7 (Antip.Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que rien ne fait frissonner.
Étymologie: , ῥιγέω.

German (Pape)

nicht schaudernd, nicht furchtsam, θήρ Antip.Sid. 27 (VI.219).

Russian (Dvoretsky)

ἀρρίγητος: (ῑ) бестрепетный nth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρίγητος: -ον, ὁ μὴ ῥιγῶν, ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος, Ἀνθ. Π. 219.

Greek Monolingual

ἀρρίγητος, -ον (Α) [[[ριγώ]] (-έω)]
αυτός που δεν τρέμει, ο άφοβος.

Greek Monotonic

ἀρρίγητος: -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, ατρόμητος, τολμηρός, σε Ανθ.

Middle Liddell

ῥιγέω
not shivering, daring, Anth.