διόθεν επίρρ. (Α)από τον Δία, σύμφωνα με τη θέληση του.[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].
διόθεν: adv. (тж. ἐκ δ. Hes., Luc.) от или по воле Зевса Hom., Hes., Aesch., Eur.