περισσοσύλλαβος

Revision as of 20:07, 22 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " E.''Or.''" to " E., ''Or.''")

English (LSJ)

περισσοσύλλαβον, with a syllable more, γενική Id.Adv.166.26, St.Byz. s.v. Φλεγύα. Adv. περισσοσυλλάβως Id. s.v. Ἄβαι, Sch. E., Or.18, etc.

German (Pape)

[Seite 593] mit einer überflüssigen, überzähligen Sylbe, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

περισσοσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἔχων μίαν συλλαβὴν περισσοτέραν, ὡς καλεῖται ἡ τρίτη κλίσις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἑτέρας αἳ καλοῦνται ἰσοσύλλαβοι, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Φλεγύα. ― Ἐπίρρ. -βως, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. Ἄβαι, κτλ.· ― περισσοσυλλᾰβέω, ἔχω μίαν συλλαβὴν πλειοτέραν ἤ..., τινος ἢ τινι Ἐτυμολ. Μέγ. 35. 41., 132. 1, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περισσοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
βλ. περιττοσύλλαβος.