περισσοσύλλαβος

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσοσύλλᾰβος Medium diacritics: περισσοσύλλαβος Low diacritics: περισσοσύλλαβος Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: perissosýllabos Transliteration B: perissosyllabos Transliteration C: perissosyllavos Beta Code: perissosu/llabos

English (LSJ)

περισσοσύλλαβον, with a syllable more, γενική Id.Adv.166.26, St.Byz. s.v. Φλεγύα. Adv. περισσοσυλλάβως Id. s.v. Ἄβαι, Sch. E.Or.18, etc.

German (Pape)

[Seite 593] mit einer überflüssigen, überzähligen Sylbe, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

περισσοσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἔχων μίαν συλλαβὴν περισσοτέραν, ὡς καλεῖται ἡ τρίτη κλίσις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἑτέρας αἳ καλοῦνται ἰσοσύλλαβοι, Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. Φλεγύα. ― Ἐπίρρ. -βως, ὁ αὐτ. ἐν λέξ. Ἄβαι, κτλ.· ― περισσοσυλλᾰβέω, ἔχω μίαν συλλαβὴν πλειοτέραν ἤ..., τινος ἢ τινι Ἐτυμολ. Μέγ. 35. 41., 132. 1, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περισσοσύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
βλ. περιττοσύλλαβος.