ὁ, = οἰμωγή, S.Fr.941.5.
ὁ, = οἰμωγή, Soph. fr. 678.
οἰμωγμός: ὁ Soph. = οἰμωγή.
οἰμωγμός: ὁ, = οἰμωγή, Σοφ. Ἀποσπ. 678.
οἰμωγμός, ὁ (Α) οιμώζωοιμωγή, θρήνος, ολοφυρμός.