οἰμωγή
Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen
English (LSJ)
ἡ, wailing, lamentation, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409; οἰ. τεστοναχῇ τε 24.696; ἅμ' οἰ. τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450, quoted by Ar.Pax1276; οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Hdt.3.66, cf. 8.99; οἰμωγὴ… ὁμοῦ κωκύμασιν A.Pers.426; πικρᾶς οἰ. S.Ph.190 (lyr.); ἐξῴμωξεν οἰ. λυγράς Id.Aj.317; στεναγμὸν οἰμωγήν θ' ὁμοῦ E.Heracl.833; οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Th.7.71; ἡ οἰ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν X.HG2.2.3; cf. τήκω.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: οἰμώζω.
German (Pape)
ἡ, das Wehklagen, Jammern; ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, Il. 4.450, 8.64; mit κωκυτός verbunden, 22.409, 447; mit στοναχή, 24.696; auch οἰμωγὴ δὲ δέδηε, die Klage ist entbrannt, Od. 20.353; οἰμωγὴ κατεῖχε ἅλα, Aesch. Pers. 418; ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς πικράς, Soph. Aj. 310, öfter; neben στεναγμός, Eur. Heracl. 833; Ar. Pax 1243; in Prosa, καὶ στόνος, Thuc. 7.71; Xen. Hell. 2.2.2 und Sp., wie Hdn. 7.9.19; Luc. und Plut. oft.
Russian (Dvoretsky)
οἰμωγή: дор. οἰμωγά ἡ жалобный крик, громкие жалобы, вопль (οἰ. καὶ εὐχωλή Hom.; οἰ. καὶ στόνος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰμωγή: ἡ, ἰσχυρὰ κραυγή, θρῆνος, ὀδυρμὸς μεγάλῃ τῇ φωνῇ, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Ἰλ. Χ. 409· οἰμωγῇ τε στοναχῇ τε Ω. 696· ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν Δ. 450, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1276 κἑξ.· οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 8. 99· οὕτω παρὰ Τραγ., οἰμωγὴ .. ὁμοῦ κωκύμασι Αἰ-Πέρσ. 426· πικρᾶς οἰμωγῆς Σοφ. Φ. 190· ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 317· στεναγμὸν οἰμωγήν θ’ ὁμοῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 833· οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Θουκ. 7. 71 ἡ οἰμ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 3· πρβλ. τήκω.
English (Autenrieth)
(οἰμώζω): cry of grief, lamentation.
Greek Monolingual
η (ΑΜ οἰμωγή) οιμώζω
θρηνητική κραυγή, οδυρμός, ολοφυρμός («ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς», Σοφ.).
Greek Monotonic
οἰμωγή: ἡ, θρήνος που εκφέρεται μεγαλοφώνως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.
Middle Liddell
οἰμωγή, ἡ, [from οἰμώζω
loud wailing, lamentation, Il., Hdt., Trag., etc.
Mantoulidis Etymological
(=θρῆνος). Ἀπό τό οἰμώζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
eiulatio, wailing, lamentation, 7.71.6, 7.75.4.
Translations
lamentation
Armenian: ողբ; Bulgarian: вопъл, ридание, оплакване, тъга, печал; Central Kurdish: ئاخ و واخ; Dutch: geklaag, geweeklaag, klagen, weeklagen, lamentatie, rouwklacht; Greek: θρήνος; Ancient Greek: ἀνάκλαυσις, ἀπολόφυρσις, βρυχηθμός, γόος, ἐπιθρήνησις, θρῆνος, θρηνῳδία, κωκυτός, οἴκτισμα, οἰκτισμός, οἰμωγά, οἰμωγή, ὀλολυγμός, ὀλοφυδνός, ὀλοφυρμός, ὀλόφυρσις, πένθημα, ποτνιασμός, στόνος, σχετλιάσις; Ewe: konyifafa; Finnish: valitus, sureminen, valitusvirsi; Irish: acaoineadh; Italian: lamento; Latin: lamentatio, lamentum; Plautdietsch: Jauma; Polish: lament, lamentowanie, lamentacja; Romanian: doliu, lamentare, lamentație; Russian: плач, стенание; Tocharian B: kwasalñe