ἔπηλις

Revision as of 10:01, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(not ἐπηλίς Hdn.Gr.1.91), ιδος, ἡ, Ion. for ἔφηλις,
A cover, lid, S.Fr.1046, Posidipp.41.
II freckle, Ael.Dion.Fr.57.

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, Deckel einer Kiste, = ἔφηλις; – Flecken im Gesicht, ἡ ἐπὶ τοῦ προσώπου μελανία, Soph. frg. 877 bei Eust. p. 1562, 38; – Posid. bei B. A. 424.

Russian (Dvoretsky)

ἔπηλις: ιδος ἡ крышка Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπηλις: (οὐχὶ ἐπηλίς, Ἀρκάδ. 31. 12), ιδος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἔφηλις, κάλυμμα, σκέπασμα, πῶμα, «τὸ πῶμα τῆς λάρνακος ὥς φασιν οἱ παλαιοὶ κατὰ τὸν Σοφοκλῆν· ἡ δ’ αὐτὴ καὶ ἔφηλις κοινῶς ὡς ἀπὸ τοῦ ἥλου» (Εὐστ. Ὀδ. 1562.39), Σοφ. Ἀποσπ. 877, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 12. ΙΙ. «ἡ ἐπὶ τοῦ προσώπου μελανία» Εὐστ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

ἔπηλις, η (AM) κάλυμμα, σκέπασμα
μσν.
κηλίδα του προσώπου, φακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. του έφηλις].