ά, όν, for hot liquid, ποτήριον Hsch. s.v. κελέβη: θερμηρόν (and θέρμ-ητρον), expld. by miliarium, Glossaria.
θερμηρός, -ά, -όν (Α)
1. ο κατάλληλος για θερμό υγρό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμηρόν
μιλιάριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + -ηρός (πρβλ. ζωηρός, νοσηρός)].