πίστωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, assurance, confirmation, μαρτύρων π. λόγων Pl.Lg.943c(pl.), cf. Hermog.Meth.10; ὅρκου π. D.C.38.12.
German (Pape)
[Seite 621] ἡ, Beglaubigung, Bestätigung, μή τε μαρτύρων πιστώσεις λόγων Plat. Legg. XII, 943 c, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πίστωσις: -εως, ἡ, (πιστόω) βεβαίωσις, ἐπιβεβαίωσις, Πλάτ. Νόμ. 943C· ὅρκου π. Δίων Κ. 38. 12.
Russian (Dvoretsky)
πίστωσις: εως ἡ удостоверение, подтверждение: μαρτύρων πιστώσεις λόγων Plat. подтверждение свидетельских показаний.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πίστωσις -εως, ἡ [πιστόω] bevestiging.