νόησις
English (LSJ)
Ion. νῶσις Timo 44.2: εως, ἡ:—
A intelligence, understanding, opp. αἴσθησις, Diog.Apoll.3,al., Pl.Ti.28a, etc.; νοήσει καὶ οὐκ ὄμμασι Id.R.529b; superior to διάνοια, ib.511d; including ἐπιστήμη and διάνοια, ib.534a; ὁ νοῦς εἷς καὶ συνεχὴς ὥσπερ ἡ ν. Arist.de An.407a7; ν. νοήσεως Id.Metaph.1074b34: pl., processes of thought, Id.de An.407a24, Pr.917a39, Timol.c. II concrete, idea, concept, ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ ν. Epicur. Ep.3p.59U.
German (Pape)
[Seite 258] ἡ, das Wahrnehmen, bes. geistiges, Begreifen, Denken; νοήσει, ἀλλ' οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν, Plat. Rep. VII, 529 b; καὶ λογισμός, 524 b; 534 b umfaßt er damit ἐπιστήμη u. διάνοια; τὸ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, Tim. 28 a; Plut.