ἐλπιστός
English (LSJ)
ἐλπιστή, ἐλπιστόν, to be expected, Pl.Lg.853d; τὸ μέλλον ἐστὶ δοξαστὸν καὶ ἐ. Arist.Mem.449b11.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
esperable οὔτ' ἂν βουλοίμεθα οὔτε ἐλπιστὸν πάνυ τι no quisiéramos ni sería nada de esperar Pl.Lg.853d, τὸ μέλλον ... ἔστι δοξαστὸν καὶ ἐλπιστόν Arist.Mem.449b11.
Russian (Dvoretsky)
ἐλπιστός: ожидаемый, предвидимый (τὸ μέλλον Arst.): οὐκ ἐ. νοσῆσαί ποτε ἂν ταύτην τὴν νόσον Plat. нельзя ожидать, чтобы он заболел когда-л. этой болезнью.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλπιστός: -ή, -όν, ὁ ἐλπιζόμενος, ὃν δύναταί τις νὰ ἐλπίσῃ, Πλάτ. Νόμ. 853Ε, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐλπιστός, -ή, -όν)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίσει ότι θα γίνει, ο προσδοκώμενος.