στασιαστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A seditious, factious, opp. πολιτικός, Pl.Plt.303c; λόγοι Aeschin.3.208; πράττειν οὐδὲν σ. Plu.Cor.6. Adv., -κῶς ἔχειν to be factious, πρός τινας D.9.21, 18.61; σ. χρῆσθαι τοῖς ὀστρακισμοῖς in a factious spirit, Arist.Pol.1284b22.
German (Pape)
[Seite 929] aufrührerisch; Ggstz πολιτικός, Plat. Prot. 303 c; στασιαστικῶς ἔχειν, Ggstz von ὁμονοητικῶς ἔχειν, = στασιάζειν, Phaedr. 263 a; vgl. κακῶς ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς, Dem. 18, 61; u. Sp., στασιαστικὰ πράττειν, D. Cass. 57, 4.