διέρομαι

Revision as of 13:26, 28 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Ep. διείρομαι, ask closely or question closely, τί με ταῦτα διείρεαι; Od.4.492; μὴ ταῦτα διείρεο Il.1.550, etc.: aor. inf., διερέσθαι τινὰ ἐρώτησιν Pl.Phlb. 42e; διήρετο D.C.38.4.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): διείρομαι Il.1.550, Od.4.492, 11.463, 24.478, A.R.4.730
preguntar ταῦτα ἕκαστα διείρεο Il.1.550, cf. A.R.l.c., c. ac. de pers. μή με ... ταῦτα διείρεο Il.15.93, cf. Od.ll.cc., (ἐρώτησιν) διερέσθαι σε Pl.Phlb.42e, τῶν ἄλλων οὐδένα διήρετο D.C.38.4.4.

German (Pape)

[Seite 621] ep. διείρομαι, eigentlich = genau fragen, meist schlechtweg = fragen. Homer Odyss. 4, 492. 11, 463 τί με ταῦτα διείρεαι; »weshalb fragst du mich danach?«; Odyss. 24, 478 τί με ταῦτα διείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς; dabei stehn διείρεαι und μεταλλᾷς auf Homerische Art παραλλήλως, d. h. sie sind gleichbedeutend; Iliad. 15, 93 μή με, θεὰ Θέμι, ταῦτα διείρεο; 1, 550 μή τι σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα. – Ap. Rh. 4, 730; aor. διήρετο, Plat. Phil. 42 e; Dio Cass. 38, 4.

Russian (Dvoretsky)

διέρομαι: (inf. aor. διερέσθαι) расспрашивать Plat.

Greek (Liddell-Scott)

διέρομαι: Ἐπ. διείρομαι, μέσ., ἐρωτῶ ἢ ἐξετάζω ἀκριβῶς, τί με ταῦτα διείρεαι; Ὀδ. Δ. 492· μὴ ταῦτα διείρεο Ἰλ. Α. 550, κτλ.· ἀόρ. ἀπαρ., διερέσθαι ἐρώτησιν Πλάτ. Φιλήβ. 42Ε.

Greek Monolingual

διέρομαι (Α) έρομαι
ρωτώ, εξετάζω με λεπτομέρεια.