ἐμμερίζω
German (Pape)
[Seite 808] verteilen, Sp.
Spanish (DGE)
1 dividir, distribuir ref. las controversias trinitarias ἐμμερίζει τὴν ἀμέριστον ἀξίαν Seuerian.Serp.M.56.508.
2 en v. med.-pas., intr. dividirse, distribuirse ἐμμερισθέντες δ' [οἱ] Ἰουδαῖοι καρτερῶς ἀπημύναντο τοῦ τείχους I.BI 5.304, ὁ ... θεὸς ... οὐδ' ἐν τοῖς προσώποις ... ἐμμεριζόμενος Dios no está distribuido entre las personas de la Trinidad, Gr.Nyss.Ref.Eun.374.14, cf. Hom.in Cant.463.12.
Greek Monolingual
ἐμμερίζω (Α)
επιμερίζω, διαχωρίζω, διαμοιράζω.