διαμοιράζω

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμοιράζω Medium diacritics: διαμοιράζω Low diacritics: διαμοιράζω Capitals: ΔΙΑΜΟΙΡΑΖΩ
Transliteration A: diamoirázō Transliteration B: diamoirazō Transliteration C: diamoirazo Beta Code: diamoira/zw

English (LSJ)

divide into equal portions, cut up, κόστον Aët.1.138.

Spanish (DGE)

1 despedazar, hacer pedazos τὸν ἐμὸν βίοτον E.Hipp.1376, τέκνα E.Hec.1076
en v. med. mismo sent. χρόα E.Hec.716.
2 distribuir en partes, repartir Sch.A.Th.816f.

Greek Monolingual

διαμοιράζω)
1. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω
2. τεμαχίζω κάτι και το διανέμω
3. κατανέμω
4. (-ομαι) μοιράζομαι με άλλον
νεοελλ.
1. κομματιάζω, κατασπαράσσω
2. τοποθετώ αραιά.