ἄγχαυρος
English (LSJ)
ἄγχαυρον, (ἄγχι, αὔριον) near the morning, νύξ A.R.4.111.
Spanish (DGE)
-ον
1 al primer albor, cercano al día νύξ A.R.4.111.
2 subst. ὁ ἄ. la aurora ἦλθεν στιβήεις ἄ. Call.SHell.288.64, cf. Fr.Lex.III, Sud.
• Etimología: ἄγχι y αὔριον.
German (Pape)
[Seite 25] νύξ, Ap. Rh. 4, 110, der letzte Teil der Nacht gegen Morgen.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγχαυρος: -ον, ὁ ἐγγὺς τῆς πρωΐας, ἄγχ. νύξ, τὸ τέλος τῆς νυκτός, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 111· (τὸ -αυρος φαίνεται ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ αὔριον, Aur- ora· ἴδε ἐν λέξ. ἠώς).