ὀκτάβλωμος

Revision as of 07:45, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὀκτάβλωμον, consisting of eight pieces, ἄρτον τετράτρυφον ὀκτάβλωμον, an obscure conjunction of epithets, Hes.Op.442, cf. Philostr. Im.2.26.

German (Pape)

[Seite 317] achtbissig, ἄρτος, wahrscheinlich eine Art Brote, welche beim Backen durch Einschnitte in acht gleiche Teile getheilt waren, Hes. O. 444.

Russian (Dvoretsky)

ὀκτάβλωμος: βλωμός «кусок, ломоть»] состоящий из восьми долей (ἄρτος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀκτάβλωμος: -ον, ὁ συνιστάμενος ἐξ ὀκτὼ τεμαχίων, ἄρτον τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον, - σκοτεινὴ ἐπιθέτων συναφή, ἴδε Σχολιαστὰς ἐν τόπῳ, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440.

Greek Monolingual

ὀκτάβλωμος, -ον (Α)
(για άρτο) αυτός που αποτελείται από οκτώ βλωμούς, από οκτώ μπουκιές («ἄρτον δειπνήσας, τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + βλωμός «μπουκιά»].

Greek Monotonic

ὀκτάβλωμος: -ον, αυτός που αποτελείται από επτά τεμάχια, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὀκτά-βλωμος, ον,
consisting of eight pieces, Hes.