μπουκιά
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
η μπούκα
1. η ποσότητα τροφής που μπορεί να χωρέσει κάθε φορά στο στόμα, αλλ. βουκιά
2. φρ. α) «δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα» — δεν έφαγε απολύτως τίποτε
β) «δίνει και τη μπουκιά του» — είναι πάρα πολύ φιλότιμος και γενναιόδωρος
γ) «είναι μπουκιά και συχώριο» — λέγεται για πολύ όμορφο και επιθυμητό άτομο
δ) «μια μπουκιά άνθρωπος» — μικρόσωμος, μικροκαμωμένος, ανίσχυρος ή μικρός στην ηλικία.