συσπειράω
English (LSJ)
A contract, ἡ γαστὴρ συναγαγοῦσα . . ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα Gal.UP4.7:—Med.and Pass., shrink up, contract, Pl.Smp.206d; of skin and flesh, Antyll. ap. Orib.45.15.3. b metaph., ἡ ἀμέρεια σφίγγουσα καὶ -ῶσα Procl.Inst.86; ἐν ἑαυτῷ συνεσπειραμένον Dam. Pr.138; εἰς αὐτὰ τὰ χρήσιμα συσταλέντας καὶ -αθέντας Plu.2.828c. 2 Med. and Pass., of soldiers, to be formed in close order (v. σπεῖρα 11), X.Cyr.7.5.6, An.1.8.21, etc.; σ. ἐπὶ τὴν Μουνιχίαν march in close order to... Id.HG2.4.11; οἱ ἐχθροὶ -σάμενοι Eun.VSp.488 B.; of bees, περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι Arist.HA625b8. 3 Med. and Pass., coil or be coiled up, σ. ὡς καθευδήσων Plu.2.77e; σ. εἰς ἑαυτό, of the wood-louse, Thphr.HP4.3.6; πλόκαμος συνεσπειραμένος Luc.Nav.2. II wrap up, (ὁ σκύλαξ) γᾷ συνεσπείρασεν (τὸν σῦν) wrapped him in earth, i.e. laid him low, PCair.Zen.532.21 (iii B.C.). 2 tie up together, bunch together, βελόναις συνεσπειραμέναις κατακεντήσας with a bunch of needles, Paul.Aeg.4.5.
German (Pape)
[Seite 1043] zusammenwinden, -wickeln, -drängen; τὴν τάξιν, τὴν φάλαγγα, die Schlachtordnung tiefer machen, so daß mehr Glieder hinter einander stehen. Xen. Cyr. 7, 5, 6, συσπειραθέντες Hell. 3, 2, 20. – Med. oder pass. sich zusammenziehen, λυπούμενον συσπειρᾶται Plat. Conv. 206 d, u. Sp.