συσπειράω

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπειράω Medium diacritics: συσπειράω Low diacritics: συσπειράω Capitals: ΣΥΣΠΕΙΡΑΩ
Transliteration A: syspeiráō Transliteration B: syspeiraō Transliteration C: syspeirao Beta Code: suspeira/w

English (LSJ)

A contract, ἡ γαστὴρ συναγαγοῦσα.. ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα Gal.UP4.7:—Med.and Pass., shrink up, contract, Pl.Smp. 206d; of skin and flesh, Antyll. ap. Orib.45.15.3.
b metaph., ἡ ἀμέρεια σφίγγουσα καὶ -ῶσα Procl.Inst.86; ἐν ἑαυτῷ συνεσπειραμένον Dam. Pr.138; εἰς αὐτὰ τὰ χρήσιμα συσταλέντας καὶ -αθέντας Plu.2.828c.
2 Med. and Pass., of soldiers, to be formed in close order (v. σπεῖρα II), X.Cyr.7.5.6, An.1.8.21, etc.; σ. ἐπὶ τὴν Μουνιχίαν march in close order to... Id.HG2.4.11; οἱ ἐχθροὶ -σάμενοι Eun.VSp.488 B.; of bees, περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι Arist.HA625b8.
3 Med. and Pass., coil or be coiled up, σ. ὡς καθευδήσων Plu.2.77e; σ. εἰς ἑαυτό, of the wood-louse, Thphr. HP 4.3.6; πλόκαμος συνεσπειραμένος Luc.Nav.2.
II wrap up, (ὁ σκύλαξ) γᾷ συνεσπείρασεν (τὸν σῦν) wrapped him in earth, i.e. laid him low, PCair.Zen.532.21 (iii B.C.).
2 tie up together, bunch together, βελόναις συνεσπειραμέναις κατακεντήσας with a bunch of needles, Paul.Aeg.4.5.

German (Pape)

[Seite 1043] zusammenwinden, -wickeln, -drängen; τὴν τάξιν, τὴν φάλαγγα, die Schlachtordnung tiefer machen, so daß mehr Glieder hinter einander stehen. Xen. Cyr. 7, 5, 6, συσπειραθέντες Hell. 3, 2, 20. – Med. oder pass. sich zusammenziehen, λυπούμενον συσπειρᾶται Plat. Conv. 206 d, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

συσπειρῶ :
rouler ensemble, pelotonner : τάξις συνεσπειραμένη XÉN troupe massée en colonne ; σ. ἐπὶ τόπον XÉN marcher en colonnes vers un lieu;
Moy. συσπειράομαι, συσπειρῶμαι;
1 se rouler sur soi-même, se pelotonner;
2 se renfermer en soi-même, càd se contenter de peu;
3 se concentrer : εἴς τι sur qch.
Étymologie: σύν, σπεῖρα.

Russian (Dvoretsky)

συσπειράω: свертывать, уплотнять, сосредоточивать: τάξις συνεσπειραμένη Xen. сомкнутый строй; συσπειρᾶσθαι ἐπὶ τὴν Μουνυχίαν Xen. двигаться сомкнутыми рядами на Мунихию; συσπειρᾶσθαι διὰ τὸ ῥιγοῦν Plut. свертываться от холода; συνεσπειραμένοι περὶ τὸ ἅρμα Plut. густо окружавшие колесницу; συσπειρᾶσθαι εἰς τὰ χρήσιμα Plut. сосредоточиваться на полезном; πλόκαμος συνεσπειραμένος ἐς τοὐπίσω Luc. закрученные назад волосы.

Greek (Liddell-Scott)

συσπειράω: προμαζεύω, κουβαριάζω, κάμνω ἕνα κουβάρι, συναγαγοῦσα πανταχόθεν ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα Γαλην. τ. 4, σ. 753· - Μέσ., περιτυλίσσω τὸ ἱμάτιόν μου περὶ ἐμαυτόν, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ αὐτάρκους ἢ τοῦ εἰς τὰ ὀλίγα ἀρκουμένου (πρβλ. mea virtute me involvo), Πλούτ. 2. 828C, ἴδε Wytt nb. 157C. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ στρατιωτῶν, σχηματίζομαι εἰς πυκνὴν παράταξιν (ἴδε σπεῖρα 9), Ξεν. 7, 5, 6, Ἀν. 1. 8, 21, κτλ.· σ. ἐπὶ τόπον, βαδίζω ἐν τοιαύτῃ τάξει πρός τινα τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 11· ἐπὶ μελισσῶν, περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι, Λατ. conglobati Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 29. 2) ἐπὶ ὄφεων, κεῖμαι συνεσπειραμένος, κουλουριασμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 4, 13 (διάφ. γραφ. συνεσπειρωμένος)· οὕτω, ἔν τινι γωνίᾳ τῆς ἀγορᾶς συνεσπειραμένος ὡς καθευδήσων Πλούτ. 2. 77F· πλόκαμος συνεσπειραμένος ἐς τοὐπίσω Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 2. 3) ζαρώνω, σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾶται Πλάτ. Συμπ. 206C· εἰς ἑαυτὸ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 6. 4) συγκεντροῦμαι, εἰς αὐτὰ τὰ χρήσιμα Πλούτ. 2. 828C.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσπειράω [σύν, σπεῖρα] alleen med.-pass. intrans. (zich) krullen, opkrullen:; ἐς τοὐπίσω ὁ πλόκαμος συνεσπειραμένος de vlecht die op het achterhoofd in elkaar is gekruld Luc. 73.2; ineenkrimpen:; λυπούμενον συσπειρᾶται (het zwangere) krimpt gekwetst ineen Plat. Smp. 206d; milit. zich in gesloten formatie opstellen:. τάξις συνεσπειραμένη opstelling in gesloten formatie Xen. An. 1.8.21; ἐπεὶ δὲ οὕτω συνεσπειράθησαν toen zij zich zo in gesloten formatie hadden opgesteld Xen. Cyr. 7.5.6.