κτερίζω
English (LSJ)
fut.
A κτεριῶ Il.18.334: aor. ἐκτέρῐσα 24.38, Simon.109: (κτέρεα):—poet. Verb, = κτερεΐζω, οὔ σε πρὶν κτεριῶ Il. 18.334; τὸν δὲ κτεριοῦσιν Ἀχαιοί 22.336; ἔμ', εἴ κε θάνω, κτεριοῦσί γε δῖοι' Ἀχαιοί 11.455; τάφῳ κ. τινά S.Ant.204; τούσδ' εἷς τάφος ἐκτέρισε Simon.l.c.: abs., E.Hel.1244; δημοσίᾳ κ. IG2.1678 (iv B.C.), cf. Sammelb.2119 (iii B.C.). 2 c. acc. cogn., τοί κέ μιν ὦκα ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσαιεν Il.24.38, cf. Od.3.285.
German (Pape)
[Seite 1518] auch κτερεΐζω, – a) τινά, einen Todten mit den gebührenden Ehren bestatten; οὐ σὲ πρὶν κτεριῶ Il. 18, 334, vgl. 22, 336; ἐπεί κε θάνω, κτεριοῦσί με δῖοι Ἀχαιοί 11, 455; so τοῦτον τάφῳ κτερίζειν Soph. Ant. 204; Eur. Hel. 1244; sp. D.; auch τούσδ' εἷς τάφος ἐκτέρισε, Simonds. 91 (VII, 270). – b) κτέρεα κτερίσειεν u. κτερίσαιεν (s. κτέρεα), Il. 24, 38 Od. 3, 285.