κτερεΐζω
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
A fut. -ΐξω Od.2.222: aor. κτερεΐξαι 1.291:—Ep. Verb, = κτερίζω:
1 c. acc. pers., bury with due honours, σὸν ἑταῖρον ἀέθλοισι κτερέϊζε Il. 23.646; κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον 24.657; τύμβῳ κτερέϊξε παῖδα IG12 (5).308 (Paros), etc.
2 c.acc. cogn., κτέρεα κ., v. κτέρεα.
German (Pape)
[Seite 1518] = Folgdm; τινά, Einen mit den gebührenden Todtenehren bestatten, Il. 23, 646. 24, 657; κτέρεα κτερεΐζειν, s. das Vorige. – Ap. Rh. 2, 857. sagt νέκυν ἐκτερέϊζεν ὅμιλος.
French (Bailly abrégé)
c. κτερίζω.
Russian (Dvoretsky)
κτερεΐζω: эп. (только inf. praes.) = κτερίζω.
Greek (Liddell-Scott)
κτερεΐζω: μέλλ. -ΐξω Ὀδ. Β. 222: ἀόρ. κτερεΐξαι (ἴδε ἐν λ. κτέρεα)· ― Ἐπίκ. ῥῆμ. ἐκτεταμένον ἀντὶ τοῦ κτερίζω· 1) μετ’ αἰτιατ. προσ., θάπτω μετὰ τῶν ἀνηκουσῶν τιμῶν, σὸν ἑταῖρον ἀέθλοισι κτερέϊζε Ἰλ. Ψ. 646· κτερεΐζεμεν Ἕκτορα δῖον Ω. 657, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 216, κ. ἀλλ. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κτέρεα κτ., ἴδε ἐν λ. κτέρεα.
English (Autenrieth)
inf. κτερεϊζέμεν, fut. κτεριῶ, aor. opt. κτερίσειε, inf. κτερεΐξαι: bury with solemn honors; ἀέθλοις, ‘celebrate one's funeral with games,’ Il. 23.646 ; ἐπὶ (adv.) κτερέα κτερεΐξαι, ‘bestow funeral honors upon’ one, Od. 1.291, Il. 24.38.
Greek Monolingual
κτερεΐζω και κτερίζω (Α) κτέρεα
1. ενταφιάζω, θάβω με τις πρέπουσες τιμές (α. «σὸν ἑταῖρον ἀέθλοισι κτερέϊζε», Ομ. Ιλ. β. «τούσδ' εἷς τάφος ἐκτέρισε», Σιμων.)
2. φρ. «κτέρεα κτερεΐζω» ή «κτέρεα κτερίζω» — απονέμω τις ύστατες τιμές σε νεκρό.
Greek Monotonic
κτερεΐζω: μέλ. -ΐξω, απαρ. αορ. αʹ κτερεΐξαι, με αιτ. προσ.,
1. κηδεύω με τις προσήκουσες τιμές, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με σύστ. αιτ., κτέρεα κτερεΐξαι, αποδίδω νεκρικές τιμές, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτερεΐζω [κτέρεα] ep. inf. κτερεϊζέμεν; inf. aor. κτερεΐξαι; fut. κτερεΐξω, dodengaven geven, de laatste eer bewijzen.