ἐμποδιζομένως

Revision as of 06:58, 19 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Adv. pres. part. Pass., as if fettered, Pl. Cra. 415c.

Spanish (DGE)

adv. formado sobre el part. pres. pas. de ἐμποδίζω con trabas, con impedimentos, ἰσχομένως καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Pl.Cra.415c.

German (Pape)

[Seite 815] gehindert, mit Hindernissen, καὶ ἰσχομένως πορεύεσθαι Plat. Crat. 415 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδιζομένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. ἐνεστ., ὥσπερ ἐν δεσμοῖς, τὸ ἰσχομένως τε καὶ ἐμποδιζομένως πορεύεσθαι Πλάτ. Κρατύλ. 415C.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποδιζομένως: с препятствиями, с помехами (πορεύεσθαι Plat.).