λεοντοειδής
English (LSJ)
λεοντοειδές, lion-like, Ael.NA12.7, Gp.19.2.1.
German (Pape)
[Seite 28] ές, löwenähnlich, löwenartig, σῶμα Ael. H. A. 12, 7, Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à un lion.
Étymologie: λέων, εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντοειδής: -ές, λέοντι ὅμοιος Αἰλ. π. Ζ. 12. 7. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ές (AM λεοντοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με λιοντάρι, λεοντόμορφος.
επίρρ...
λεοντοειδώς (Μ λεοντοειδῶς)
σαν λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -ειδής].