ἰσχυρόχρως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A gloss on ταλαύρινος, Sch.Il.5.289.
German (Pape)
[Seite 1273] ωτος, von starker Haut, Erkl. von ταλαύρινος, Schol. Il. 5, 289.
ωτος, ὁ, ἡ,
A gloss on ταλαύρινος, Sch.Il.5.289.
[Seite 1273] ωτος, von starker Haut, Erkl. von ταλαύρινος, Schol. Il. 5, 289.