ἰσχυρόχρως
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, Glossaria on ταλαύρινος, Sch.Il.5.289.
German (Pape)
[Seite 1273] ωτος, von starker Haut, Erkl. von ταλαύρινος, Schol. Il. 5, 289.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = ἰσχυροσώματος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289.
Greek Monolingual
ἰσχυρόχρως, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό, στερεό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -χρως < χρώς, ο «δέρμα»), πρβλ. ερυθρόχρως, λιπαρόχρως].