ἰσχυρόχρως

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρόχρως Medium diacritics: ἰσχυρόχρως Low diacritics: ισχυρόχρως Capitals: ΙΣΧΥΡΟΧΡΩΣ
Transliteration A: ischyróchrōs Transliteration B: ischyrochrōs Transliteration C: ischyrochros Beta Code: i)sxuro/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, Glossaria on ταλαύρινος, Sch.Il.5.289.

German (Pape)

[Seite 1273] ωτος, von starker Haut, Erkl. von ταλαύρινος, Schol. Il. 5, 289.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡρόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, = ἰσχυροσώματος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 289.

Greek Monolingual

ἰσχυρόχρως, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό, στερεό δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -χρως < χρώς, ο «δέρμα»), πρβλ. ερυθρόχρως, λιπαρόχρως].