αἰσυητήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A v.l. for αἰσυμνητήρ (q. v.), Il.24.347, expl. as ἐντρεχής, νεανίας, or νομεύς (Nic.); cf. pr. n. Αἰσῡήτης in Il.
ῆρος, ὁ,
A v.l. for αἰσυμνητήρ (q. v.), Il.24.347, expl. as ἐντρεχής, νεανίας, or νομεύς (Nic.); cf. pr. n. Αἰσῡήτης in Il.