αἰσυητήρ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
αἰσυητῆρος, ὁ, v.l. for αἰσυμνητήρ (q.v.), Il.24.347, expl. as ἐντρεχής, νεανίας, or νομεύς (Nic.); cf. pr. n. Αἰσυήτης in Il.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): αἰσυιητήρ Apollon.Lex.α 157, Hsch., Sch.Er.Il.24.347c
1 pastor, porquero Nic.Fr.125S., Zonar.99.16C.
2 según interpr. de los gram. a lecturas antiguas de αἰσυμνητήρ en Il.24.347 príncipe, gobernante, regente Apio ad Hom.14
•varón joven, joven en la plenitud c. ref. a la hermosura, el vigor y la felicidad, Apollon.l.c., Hsch., Sch.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσῡητήρ: ῆρος, ὁ, λέξις εὑρισκομένη ἐν πολλοῖς τῶν ἀντιγράφων τῆς Ἰλιάδος, Ω. 347, ὡς ἐπίθ. τοῦ κοῦρος, ἑρμηνευόμενον ὑπό τινων Γραμμ., εὐτυχής, πλούσιος (ἐκ τοῦ αἴσιος)· ὑπὸ ἄλλων δὲ ὡς νομεύς, βοσκός: ― ὁ Heyne καὶ ὁ Spitzn. ἑπόμενοι τῷ Ἀριστάρχῳ διορθοῦσι: κούρῳ ἀσυμνητῆρι, ἡγεμονικῷ νεανίᾳ: ἀλλὰ τοῦ χειρογράφου ἡ γραφὴ ὑποστηρίζεται ἐκ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κυρίου ὀνόματος Αἰσῡήτης ἐν Ἰλιάδι.
Russian (Dvoretsky)
αἰσῡητήρ: ῆρος ὁ Hom. v.l. = αἰσυμνητήρ.
German (Pape)
[ῡ], königlich, v.l. Il. 24.347 αἰσυητῆρι für αἰσυμνητῆρι, Apoll. Lex.Hom. 16.8. Vgl. den Namen αἰσυήταο γέροντος (διοτρεφέος) Il. 2.793, 13.427.
Translations
herdsman
Arabic: رَاعٍ; Egyptian Arabic: راعي; Bashkir: көтөүсе; Belarusian: пастух; Bulgarian: пастир; Chinese Mandarin: 牧民, 牧人, 牧夫; Czech: pastýř, pastevec, pasák; Dutch: herder; Finnish: paimen; French: éleveur de bétail, gardien; German: Schäfer, Hirt; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: αἰσυητήρ, αἰσυιητήρ, ἀμορβεύς, ἀμορβός, βοηλάτης, βοηνόμος, βοοβοσκός, βοονόμος, βοοτρόφος, βοσκήτωρ, βοσκός, βόσκων, βοτήρ, βότης, βουβότης, βουκαῖος, βουκόλος, βουκόλλων, βοῦκος, βουπελάτης, βουποίμην, βούτας, βούτης, βουτρόφος, βουφορβός, βῶκος, βώτωρ, ἐπιβουκόλος, κτηνοτρόφος, μηλοβότας, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, οἰονόμος, ποιμάν, ποιμήν, σαμάντωρ, σηκοκόρος, σημαντήρ, σημάντωρ, φερβήτης; Hungarian: gulyás; Icelandic: hjarðmaður, hirðir; Irish: feighlí bó, maor, aoire; Italian: bovaro; Japanese: 牧人, 牧夫; Kazakh: бақташы, малшы, сиыршы, табыншы; Korean: 목자(牧者); Latin: armentarius, bubulcus; Lithuanian: piemuo; Macedonian: овчар; Malay: gembala; Manchu: ᠠᡩᡠᠴᡳ; Maori: hēpara; Middle English: herde, herdeman; Mongolian Cyrillic: малчин; Mongolian: ᠮᠠᠯᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Plautdietsch: Hoad; Polish: pastuch; Portuguese: pastor; Romanian: cioban, păstor; Russian: пастух; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Slovak: pastier, pasák; Slovene: pastir; Spanish: pastor, vaquero; Swahili: mchungaji; Swedish: herde, fåraherde; Tuvan: малчын, кадарчы; Ukrainian: пастух; Westrobothnian: gjetar; Yakut: маныыһыт, бостуук