ἐμπήδησις
English (LSJ)
ἐμπηδήσεως, ἡ, leaping in or leaping upon, Hp.Epid.2.1.9.
Spanish (DGE)
ἐμπηδήσιος, ἡ
impacto, acometida γίνονται δὲ αὗται (ῥήξιες) ἢ ἀπὸ πληγῆς ... ἢ ἐμπηδήσιος ἑτέρου Hp.Epid.2.1.9.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, das Daraufspringen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπήδησις: ἐμπηδήσεως, ἡ, τὸ ἐμπηδᾶν, Ἱππ. 1008G.
Greek Monolingual
ἐμπήδησις, η (Α)
το να πηδάει ή να εφορμά κανείς εναντίον κάποιου.