πειρά
English (LSJ)
ἡ,
A sharp point, κοπάνων A. Ch. 860 (anap.).
German (Pape)
[Seite 545] ἡ, Spitze, Schärfe, μιανθεῖσαι πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων, Aesch. Ch. 847, Schol. αἱ ἀκμαὶ τῶν ξιφῶν.
ἡ,
A sharp point, κοπάνων A. Ch. 860 (anap.).
[Seite 545] ἡ, Spitze, Schärfe, μιανθεῖσαι πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων, Aesch. Ch. 847, Schol. αἱ ἀκμαὶ τῶν ξιφῶν.