πειρά

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειρά Medium diacritics: πειρά Low diacritics: πειρά Capitals: ΠΕΙΡΑ
Transliteration A: peirá Transliteration B: peira Transliteration C: peira Beta Code: peira/

English (LSJ)

ἡ, sharp point, κοπάνων A. Ch. 860 (anap.).

German (Pape)

[Seite 545] ἡ, Spitze, Schärfe, μιανθεῖσαι πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων, Aesch. Ch. 847, Schol. αἱ ἀκμαὶ τῶν ξιφῶν.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
pointe d'épée.
Étymologie: R. Περ, percer ; cf. πείρω, πόρπη, περόνη.

Greek Monolingual

ή, Α πείρω
(ποιητ. τ.) οξεία ακμή, κόψη, αιχμή («πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

πειρά: ᾶς ἡ острие, кончик (κοπάνων Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειρά -ᾶς, ἡ [πείρω] scherpe punt.