θυμολέων

Revision as of 07:33, 28 June 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "muthig" to "mutig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

οντος, ὁ, lion-hearted, of Achilles, Il.7.228, Hes.Th.1007; of Ulysses, πόσιν ἀπώλεσα θ. Od.4.724; of Hercules, 11.267, cf. Ar.Ra.1041 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1223] οντος, ὁ, löwenmutig, -herzig; Iliad. 5, 639. 7, 228 Odyss. 4, 724. 814. 11, 267, stets acc. sing. θυμολέοντα; Ar. Ran. 1041; Dionysus, Hymn. (IX, 524, 8).

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
au cœur de lion.
Étymologie: θυμός, λέων.

Russian (Dvoretsky)

θῡμολέων: οντος adj. m с львиным сердцем, храбрый как лев (Ἀχιλλεύς Hom., Hes.; Πάτροκλος Arph.; Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμολέων: -οντος, ὁ, λεοντόκαρδος, Coeur-de-lion, ἐπὶ τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Η. 228· περὶ τοῦ Ὀδυσσέως, πόσιν ὤλεσα θυμ. Ὀδ. Δ. 724, 814· περὶ τοῦ Ἡρακλέους, Λ. 267, Ἡσ. Θ. 1007, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 1041.

Greek Monolingual

θυμολέων, ὁ (Α)
(για τον Αχιλλέα, τον Οδυσσέα και τον Ηρακλή) αυτός που έχει καρδιά λιονταριού, ο λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -λέων.

Greek Monotonic

θῡμολέων: -οντος, ὁ, λεοντόκαρδος, Coeur-de-lion, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

θῡμο-λέων, οντος, ὁ,
lion-hearted, coeur-de-lion, Il.