πλινθευτής

Revision as of 20:35, 17 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

πλινθευτοῦ, ὁ, brickmaker, Poll.7.163, POxy.158.1 (vi/vii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 636] ὁ, Ziegelstreicher, Ziegelbrenner, οἱ τὰς πλίνθους πλάττοντες, Poll. 7, 163.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθευτής: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πολυδ. Ζϳ, 163.

Greek Monolingual

ὁ, Α πλινθεύω
αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθουργός.

Translations

brickmaker

Latin: laterārius; Greek: πλινθοποιός; Ancient Greek: πλάστης, πλινθευτής, πλινθοβάψ, πλινθοποιός, πλινθουργός; Old English: tiġelwyrhta; Ottoman Turkish: طوغله‌جی; Turkish: tuğlacı