ὁσίωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, purification from, τῶν μιασμάτων D.H.1.88.
German (Pape)
[Seite 395] ἡ, Heiligung, Sühnung von Etwas, μιασμάτων, D. Hal. 1, 88.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσίωσις: ἡ, ἐξάγνισις. ἁγνισμὸς ἀπὸ ..., τῶν μιασμάτων Διον. Ἁλ. 1. 88.
Greek Monolingual
ὁσίωσις, ἡ (Α) οσιώ
εξαγνισμός, κάθαρση.