διαζευγμός

Revision as of 06:43, 7 October 2024 by lsj>Spiros

English (LSJ)

ὁ, = διάζευξις (disjoining, parting, disjunction, separation), Plb.10.7.1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ separación, desunión Plb.10.7.1.

German (Pape)

[Seite 577] ὁ, Trennung, Pol. 10, 7, 1.

Russian (Dvoretsky)

διαζευγμός:разделение, разобщение (τῶν στρατοπέδων Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

διαζευγμός: ὁ, = διάζευξις, Πολύβ. 10. 7, 1.

Greek Monolingual

διαζευγμός, ο (Α)
η διάζευξη.