ἐγκυβιστάω

Revision as of 11:54, 6 October 2024 by lsj>Spiros

English (LSJ)

plunge headlong into, πράγμασιν Suid. s.v. κύβος.

Spanish (DGE)

1 tirarse de cabeza c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.Mirac.Thecl.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.
2 precipitarse, lanzarse, meterse de lleno fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.Ep.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.Io.Bapt.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῠβιστάω: κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν ἐντός τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει κύβος.

Greek Monolingual

ἐγκυβιστῶ (ἐγκυβιστάω) (Α)
1. κυβιστώ, πέφτω με το κεφάλι
2. ριψοκινδυνεύω.