precipitarse
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Spanish > Greek
ἐνσκίμπτω, ἐγκαταφέρομαι, ἀποσκιρτάω, ἐμπταίω, ἐνδιαπίπτω, ἀποσκήπτω, ἐνσκήπτω, εἰσπηδάω, διαΐσσω, διεκθέω, ἐμφέρω, ἀποκυβιστάω, ἐκκρημνίζομαι, ἐξάλλομαι, ἐγκυβιστάω, εἰσχέω
ἐνσκίμπτω, ἐγκαταφέρομαι, ἀποσκιρτάω, ἐμπταίω, ἐνδιαπίπτω, ἀποσκήπτω, ἐνσκήπτω, εἰσπηδάω, διαΐσσω, διεκθέω, ἐμφέρω, ἀποκυβιστάω, ἐκκρημνίζομαι, ἐξάλλομαι, ἐγκυβιστάω, εἰσχέω